- διαμείβομαι
- (Α διαμείβομαι και διαμείβω) [αμείβομαι]1. ανταλλάσσω2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθένταοι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαναρχ.1. διέρχομαι, διασχίζω2. αλλοιώνω, μεταβάλλω3. αλλάζω τελείως4. εμπορεύομαι σε ξένη αγορά5. ανταμείβω6. φρ. «διαμείβω ὁδόν» — φθάνω στο τέρμα ταξιδιού.
Dictionary of Greek. 2013.